Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Γιώργης Γιατρομανωλάκης-Λειμωνάριο

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, "Λειμωνάριο", εκδόσεις Κέδρος

Μου 'ρθε αναγούλα και σηκώθηκα. Τον σιχάθηκα καθώς φορούσε γραβάτα, ήταν καλοχτενισμένος κι είχε στις τσέπες του ένα σωρό ελεεινά επιχειρήματα. Ήξερε το μάθημά του και το γαύγιζε. Ήταν αρμόδιος σε τέτοια θέματα. Τα 'χε χωνέψει και τα ξερνούσε στην ποδιά μου. Σηκώθηκα και έφυγα. (σελ. 21)

Το αλσύλιο ήταν χιονισμένο. Πολύ χιόνι έξω από το σκοπευτήριο. Αγαπούσα την Δήμητρα μέσα σε χιόνι πολύ. Παγωμένος σε πρόστυχη καμπαρντίνα. Δεν είχα γάντια. Έβαλα το γυμνό μου χέρι στον ώμο της. Κρυσταλλωμένος μέσα και έξω. Φόραγε λεπτά μάλλινα γάντια. Ακούμπησε το χέρι στο δικό μου. Γέλασε πάλι. Είχε τον δικό της τρόπο να γελά. Δεν κατάλαβα. Δεν ήξερα αν με δεχόταν ή όχι. Αν έδιωχνε το χέρι μου ή το ζέσταινε. Μ' άφηνε να καταλάβω και δεν μπόρεσα. (σελ. 22)

Εγκαταλείπω οριστικά την Μονεμβασιά. Ο Δεκέμβρης καβάλα στο πλοίο που ταξιδεύει προς τον νότο. Αναχωρητής εις νήσον Πορφυρή. Κληρονόμος ανθρώπων που έφυγαν φεύγω εγώ. Το καράβι σφυρίζει. Ανήκω σ' άλλο σύνολο τώρα. Το τέρμα μου είναι αλλού. Συναριθμώ τον εαυτό μου σε πρόσωπα και τόπους άγνωστους. Ο ίδιος απροσδιόριστος μέσα μου. Αποχαιρετώ. (σελ. 28)

Που λες, μάνα, πήδησα στη βάρκα. Έτσι όπως το λέω. Αφέθηκα. Νηστικός και άπλυτος πήδησα με τις βαλίτσες και το οβολάκι. Κι όλα γίνηκαν εύκολα και με την πρώτη ματιά φαινόταν συνηθισμένη αποβίβαση. Μονάχα το δίχτυ. Κι ο αρματωμένος φρουρός στους βράχους του κάβου άγρυπνος. Καπετάνιος της βραδιάς ο σιρόκος που μας έγλειφε τα χέρια και τα πρόσωπα. (σελ. 30-31)

... Έστεκα πολλή ώρα και μετά άνοιξα τις βαλίτσες.
Εκεί απάνω απάνω ήταν τα χέρια της μάνας μου. Τα 'χε ξεχάσει καθώς τις τακτοποιούσε. Ωσάν νεκρικό εκμαγείο. Όπως, να πούμε, τα βλέπεις απλωμένα στις βρώμικες βιτρίνες των μουσείων. Άσπρα, καλουπιασμένα σε ακινησία τα χέρια της μάνας μου. Πάνω στα πουκάμισα και στα σακάκια. (σελ. 44)

... Γέμιζα κόλλες με πυρετικά παραμιλητά. Έξυνα τις πληγές της μέρας και μάζευα το αίμα. Ύστερα το 'ριχνα στις βρώμικες λεκάνες των καμπινέδων. Μεταγγιζόμουν ομαλά κι αδιάκοπα. (σελ. 51)

Λοιπόν, εκεί που περπατάγαμε έλυσε το μαγιό. Έβγαλε τα σαντάλια, άφησε τα πράγματα κατά γης, άνοιξε τα χέρια και φλάπ! πέταξε. Την έβλεπες να φτεροκοπά ανάμεσα στα παράθυρα και στις πόρτες γυμνή. Το δέρμα της μαυρισμένο κρατούσε το αλάτι της θάλασσας. Αδιόρατο χνούδι. Τα μαλλιά λυτά να ανεμίζουν. Έτσι άλλοτε νόμιζες πως πετά, άλλοτε πως κολυμπά σε βαθιάνερά. (σελ. 57)

Η διευθύντρια του Γυμνασίου Πορφυρής με υποδέχθηκε καθισμένη σε θρόνο ψηλό και ωραίο. Ελεφαντόδοντο και σμάλτο. Στα πόδια της χιλιάδες άγγελοι. Χερουβίμ χάρτινα. Στα χέρια της αντίγραφα των εντολών και των αποφάσεων. Οι τοίχοι σκεπασμένοι με φωτογραφίες αυτών που επιβλέπουν. Στο κέντρο χαμογελούσαν κυβερνήτες και αξιωματούχοι των ουρανών. Ήταν ιέρεια σε τρίποδο θρόνο. Εισήλθα και προσκύνησα. (σελ. 63)

Έχεις, να πούμε, τους φίλους σου. Ζεις και πορεύεσαι μαζί τους. Μια μέρα τους χάνεις. Τους συναντάς και πια δεν σου ανήκουν. Βλέπεις άλλα πρόσωπα. Πετρωμένα χαρακτηριστικά. Μάτια καταθλιμμένων ζώων. Διακρίνεις το βιασμό τόσων χρόνων σε μια στιγμή. Σου είναι ξένοι. (σελ. 64)

Ούτε που σε νοιάζει αν είσαι ξυρισμένος ή αξύριστος. Μερικοί επιμένουν και σε τούτο. Είναι ανένδοτοι. Είναι η κοσμιότητα, να πούμε. Σιχαίνομαι τους μπάσταρδους καθηγητές που μπερδεύουν την κοσμιότητα. Διαλαλούν κάλπικες πραμάτειες. (σελ. 87)



Οι τοίχοι του Γυμνασίου Πορφυρής είναι γεμάτοι υγρασία, Σωκράτη. Βλέπεις, να πούμε, την εικόνα του Χριστού πάνω από την έδρα; Όχι, λέω, την βλέπεις; Φαγώθηκε από την υγρασία, Το πρόσωπο γέμισε μούχλα. Πέρασε την κορνίζα, το χαρτί και το τζάμι. Θα μας φάει όλους η μούχλα δω μέσα. Θα σκάσω, πάμε να φύγομε. (σελ. 88)



Χάρηκα που δεν ήταν σαν κι αυτές τις τεράστιες πόρνες με τον ιδρώτα και τις φτηνές ρόμπες. Οι πιότερες είναι κακόγουστες. Διαλέγουν χρώματα και μυρουδιές που καταθλίβουν. Έντονα γούστα σε υποτονικά δωμάτια. Διατηρούν την μόδα του χαρεμιού. Βρεθήκαμε μόνοι. Απότομα της λέω πως πρέπει να φροντίζει πολύ προσεκτικά να καθαρίζει τα ξένα χέρια από το κορμί της. (σελ. 121)



Εμείς οι πολίτες της νήσου Πορφυρής θυμόμαστε τους ήρωές μας. Παρακολουθούμε τις εθνικές μας εορτές. Οφείλουμε να τους θυμόμαστε. Έχουμε μάθει στα σχολειά να ξεχωρίζουμε τους καλούς ήρωες. Πρέπει πρώτα απ' όλα να 'ναι καθαροί. Μας έχουν διδάξει και δεν το ξεχνάμε. Κανένας δεν πρόκειται ν' αλλάξει τους ήρωες. Ύστερα ο κόσμος μας κυβερνάται απ' το καλό. Τούτο το καλό είναι πέρα για πέρα στα δικά μας μέτρα. Η δικαιοσύνη ραμμένη πάνω μας. Έχουμε ιδανικά αποστειρωμένα. Η ιστορία πρέπει να μας ικανοποιεί. Τα άλλα είναι αντεθνικά. (σελ. 127)



Μπορούσες τότε να δεις πως ολόκληρος ο κήπος έγινε σκήνωμα για τον τάφο του αδερφού, που έκειτο σαβανωμένος. Διαπίστωνες μια καταρροή της φύσης. Η λεμονιά έριχνε τ' άνθη και τους καρπούς. Μετά τα φύλλα και τα κλαδιά. Μετά τίποτε. Η ζωή τεμαχίστηκε και προχωρούσε συντριμμένη. Αποσπάσματα. Καμιά κλωστή να συνδέει τις εικόνες που έπεφταν η μια πίσω από την άλλη. Τα βρέφη γερνούσαν και γίνονταν σκελετοί. Τα φρούτα σάπιζαν απ' τον ανθό. Η φύση εστράφη προς τα οπίσω και κατεστράφη. (σελ. 147)



Ξύπνησα στο κελί μου και σου στέλνω πιττάκι. Από την νήσο Πορφυρή. Προσπαθώ να σου μιλήσω σε λόγο έναρθρο την ώρα του ουρλιαχτού μου. Προστάτη σε καλώ και μάρτυρα. Να 'ρθεις και να μαρτυρήσεις πάλι. Στην πρώτη Παρουσία. Στην πρώτη και μοναδική Παρουσία των αναστημένων αγαλμάτων. Στην αποκατάσταση των κορμιών. Και της ψυχής μας, γέροντα. Εκτός και εντός του Μουσείου.

Ταπεινός αδερφός κι υποτακτικός σου

Θεόδωρος Π., μοναχός (σελ. 164)


Βλέπω πως η κοιλιά σου στρογγυλεύει μέρα με τη μέρα, Δήμητρα. Την ακούω να ηχεί. Τύμπανο στη μεγάλη σιωπή της γης. Έρχονται ώρες που φοβάμαι τη δύναμη σου. Σε χάνω όπως σε κοιτάζω. Μένεις αφηρημένη κι ακούς. Η ισορροπία σου με ταράζει. Είσαι απρόσιτη. (σελ. 168)


Δεν υπάρχουν σχόλια: