Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Αλμπέρ Καμύ-Η πανούκλα


Αλμπέρ Καμύ, "Η πανούκλα" μετάφραση Γιάννης Αγγέλου, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος



Η αξία του ανθρώπου είναι να επιχειρεί κάτι ενάντια στο κακό ρισκάροντας και τις πιο οδυνηρές αποτυχίες κι όχι να προσπαθεί να το δικαιολογεί με δόγματα. Ο Καστέλ και ο Ριέ θα ξαναρχίσουν πάλι το έργο τους, θα ξαναρχίσουν και θα ξαναρχίσουν πάλι. Μερικούς μήνες αργότερα θα βρεθεί ένας ορός, που θ’ αρχίσει να σώζει ζωές.
(από την εισαγωγή του Πωλ Γκαγιάρ, σελ. 14)


Ένας βολικός τρόπος για να γνωρίσει κανείς μια πόλη, είναι να βρει πως δουλεύουν, πως ερωτεύονται και πως πεθαίνουν σ’ αυτήν. Στη μικρή μας πόλη, να ‘ναι τάχα η επίδραση του κλίματος, όλα αυτά γίνονται μαζί, με το ίδιο έξαλλο κι αφηρημένο ύφος. (σελ. 21-22)

Το Οράν, αντίθετα, είναι φαινομενικά μια πόλη ανυποψίαστη, μια πόλη, μ’ άλλα λόγια, απόλυτα σύγχρονη. Δεν είναι απαραίτητο, κατά συνέπεια, να ξεκαθαρίσουμε με ποιο τρόπο ερωτεύονται στον τόπο μας. Οι άντρες και οι γυναίκες ή αλληλοσπαράζονται γρήγορα γρήγορα μέσα σ’ αυτό που το λένε ερωτική πράξη ή πάλι βυθίζονται στη μακρόχρονη συνήθεια του αντρόγυνου. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο άκρα, πολλές φορές, δεν υπάρχει μέση οδός. (σελ. 22-23)

Ο Τύπος που ‘χε φανεί τόσο φλύαρος στην υπόθεση των ποντικών, δεν μιλούσε πια για τίποτα. Κι αυτό γιατί οι ποντικοί ψοφάνε στο δρόμο κι οι άνθρωποι στην κάμαρά τους. Κι οι εφημερίδες δεν ασχολούνται παρά μόνο με τον δρόμο.(σελ. 52)

Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα ωστόσο, πιστεύεις στις μάστιγες όταν σου πέφτουν κατακέφαλα. Έχουν ξεσπάσει στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και πόλεμοι. Κι ωστόσο πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. (σελ. 53)

Οι συμπολίτες μας δεν ήταν περισσότερο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν μόνο να ‘ναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν πως όλα είναι ακόμα δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που προϋπέθετε ότι οι συμφορές ήταν αδύνατο να υπάρχουν. Εξακολουθούσαν τις εμπορικές συναλλαγές, ετοίμαζαν ταξίδια και είχαν τις απόψεις τους. Γιατί να σκέφ߄ονταν την πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις και τις συζητήσεις; Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι ενώ κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όσο υπάρχουν συμφορές. (σελ. 54)

Με τον ρυθμό που εξαπλώνεται η ασθένεια, αν δεν την αναχαιτίσουμε, κινδυνεύει να σκοτώσει την μισή πόλη πριν περάσουν δυο μήνες. Δεν έχει, κατά συνέπεια, σημασία αν την ονομάσετε πανούκλα ή μεταδοτικό πυρετό. Το μόνο που έχει σημασία είναι να εμποδίσετε να εξοντωθεί η μισή πόλη. (σελ. 65)

Δοκίμαζαν έτσι την βαθιά οδύνη που νιώθουν όλοι οι αιχμάλωτοι κι όλοι οι εξόριστοι να ζεις με μια ανάμνηση που δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Ακόμα και το παρελθόν που στο σκέφτονταν αδιάκοπα δεν είχε παρά μόνο την γεύση της νοσταλγίας. (σελ. 86)

Κανένας δεν είχε ακόμα πραγματικά δεχτεί την αρρώστια. Οι περισσότεροι ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σ’ ότι αναστάτωνε τις συνήθειές τους ή έβλαπτε τα συμφέροντα τους. Τους έκανε ν’ αγανακτούν ή να εξοργίζονται, αυτά όμως δεν είναι τα συναισθήματα που πρέπει ν’ αντιτάξει κανείς στην πανούκλα. (σελ.91)

Η υπόλοιπη ιστορία, κατά τα λεγόμενα του Γκραν, ήταν πολύ απλή. Όπως γίνεται και μ’ όλο τον κόσμο: παντρεύονται, αγαπιούνται ακόμα λίγο, δουλεύουν. Δουλεύουν τόσο ώσπου να ξεχνούν ν’ αγαπάνε. (σελ. 95)

… ο παπάς έδωσε μια κι έξω, όπως καταφέρνουμε ένα πλήγμα, το θέμα για ολόκληρο το κήρυγμά του. Και πραγματικά ο Πανελού, αμέσως μετά από αυτή τη φράση, ανέφερε το σχετικό με την πανούκλα στην Αίγυπτο εδάφιο της Εξόδου και είπε: « Την πρώτη φορά που η μάστιγα αυτή εμφανίστηκε στην ιστορία, ήταν για να χτυπήσει τους εχθρούς του Θεού. Ο Φαραώ πρόβαλλε αντίσταση στις προαιώνιες βουλές κι η πανούκλα τότε τον γονάτισε. Απ’ την αρχή όλης της ιστορίας, η μάστιγα του Θεού κάνει τους αλαζόνες και τους τυφλούς να γονατίσουν μπροστά Του. Μελετήστε τα αυτά και γονατίστε.» (σελ. 108)

Το πιο αξιοσημείωτο, που και ο Ραμπέρ συνεπώς το πρόσεξε, ήταν ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε ένα γραφείο, στο αποκορύφωμα μιας καταστροφής, να συνεχίζει τη δουλειά του και να παίρνει πρωτοβουλίες που ανήκαν σε μια άλλη εποχή, χωρίς πολλές φορές να το ξέρουν οι ανώτατες αρχές, μόνο και μόνο επειδή το ‘χαν ιδρύσει για τη δουλειά αυτή. (σελ. 121)

Από μερικά όμως σπίτια έβγαιναν βογκητά. Παλιότερα όταν τύχαινε κάτι τέτοιο, έβλεπες συχνά περίεργους να στέκονται στον δρόμο και ν’ αφουγκράζονται. Έπειτα, ωστόσο απ’ την μακρόχρονη αναστάτωση φαίνεται πως οι καρδιές σκλήρυναν κι όλοι περπατούσαν ή ζούσαν δίπλα στους θρήνους λες κι αυτή ήταν η φυσιολογική γλώσσα των ανθρώπων. (σελ. 123)

Α! και να ‘ταν ένας σεισμός! Ένα γερό ταρακούνημα κι ούτε κουβέντα πια… Μετράνε τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τέρμα! Ενώ αυτή την καταραμένη αρρώστια! Ακόμα κι όσοι δεν την έχουν την κουβαλάνε στην καρδιά τους». (σελ. 127)

-Να είπε ο Ταρού. Γιατί δείχνετε κι εσείς τόση αφοσίωση αφού δεν πιστεύετε στον Θεό; Μπορεί η απάντησή σας να με βοηθήσει ν’ απαντήσω κι εγώ.
Χωρίς να βγει από την σκιά, ο γιατρός είπε πως είχε κιόλας απαντήσει, πως αν πίστευε σ’ έναν παντοδύναμο Θεό θα σταματούσε να θεραπεύει τους ανθρώπους αφήνοντας σ’ εκείνον την φροντίδα αυτή. Πως κανείς, ωστόσο, στον κόσμο, όχι, ούτε αυτός ούτε ο Πανελού, που νόμιζε πως πίστευε, δεν πίστευε σ’ έναν τέτοιου είδους Θεό, αφού κανείς δεν εγκατέλειπε απόλυτα τον εαυτό του και πως στο σημείο τουλάχιστον αυτό, εκείνος, ο Ριέ πίστευε πως βρισκόταν στον δρόμο της αλήθειας, παλεύοντας ενάντια στην δημιουργία όπως αυτή ήταν. (σελ. 138)

- Για πείτε μου, Ταρού, είπε τι σας σπρώχνει ν’ ασχοληθείτε μ’ αυτά;
- Δεν ξέρω. Η ηθική μου ίσως.
- Και ποια απ’ όλες;
- Η κατανόηση. (σελ. 142)

Ο αφηγητής όμως νιώθει περισσότερο την ανάγκη να πιστέψει ότι δίνοντας πολύ μεγάλη σημασία στις καλές πράξεις, αποδίνουμε τελικά έμμεσο και πολύ ισχυρό φόρο τιμής στο κακό. Γιατί αφήνουμε έτσι να υποτεθεί ότι οι καλές αυτές πράξεις δεν έχουν τόση αξία παρά μόνο γιατί είναι σπάνιες κι ότι η κακία κι η αδιαφορία είναι πολύ πιο συνηθισμένα κίνητρα στις πράξεις των ανθρώπων. (σελ. 142)

-Για να δούμε, Ταρού, είσαστε ικανός να πεθάνετε για έναν μεγάλο έρωτα;
-Δεν ξέρω, αλλά τώρα μου φαίνεται πως δεν είμαι.
-Το βλέπετε; Ενώ είσαστε ικανός να πεθάνετε για μια ιδέα, είναι ολοφάνερο, Ε! λοιπόν εγώ μπούχτισα από ανθρώπους που πεθαίνουν για μια ιδέα. Δεν πιστεύω στον ηρωισμό, ξέρω ότι είναι κάτι εύκολο, κι έμαθα πως ήταν ένας φονιάς. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να ζούμε και να πεθαίνουμε γι’ αυτό που αγαπάμε. (σελ. 173)

Πρέπει ωστόσο, να σας πω: δεν υπάρχει θέμα ηρωισμού μέσα σ’ όλα αυτά. Πρόκειται για εντιμότητα. Είναι μια ιδέα που μπορεί να κάνει μερικούς να γελάσουν, ο μόνος όμως τρόπος για να καταπολεμήσει κανείς την πανούκλα είναι η εντιμότητα. (σελ. 173)

Εκείνο που κάνει την πανούκλα να ξεχωρίζει ήταν πως όλος ο κόσμος, απ’ τον διευθυντή ως τον τελευταίο κρατούμενο, ήταν καταδικασμένοι και για πρώτη ίσως φορά, βασίλευε απόλυτη δικαιοσύνη στις φυλακές. (σελ. 177-178)

Έπαιρναν θέση στο παρόν χωρίς μνήμη και χωρίς ελπίδα. Στην πραγματικότητα, όλα είχαν γίνει πια παρόν γι’ αυτούς. Πρέπει να πούμε πως η πανούκλα είχε αφαιρέσει απ’ όλους την δύναμη της αγάπης και την δύναμη της φιλίας ακόμα. Γιατί η αγάπη χρειάζεται κάποιο μέλλον και για μας δεν υπήρχαν πια παρά μόνο στιγμές. (σελ. 190)

Γιατί ήξερε ότι για μια περίοδο που δεν έβλεπε ακόμα το τέλος της, ο ρόλος του δεν ήταν να θεραπεύει. Ο ρόλος του ήταν να κάνει διάγνωση. Ν’ ανακαλύπτει, να βλέπει, να περιγράφει, να καταγράφει κι έπειτα να καταδικάζει, αυτή ήταν η δουλειά του. (σελ. 198)

"Αδελφοί μου, έφθασε η στιγμή. Πρέπει ή να τα πιστέψουμε όλα ή να τ' αρνηθούμε όλα. Ποιος όμως, ανάμεσά μας, θα τολμούσε να τ' αρνηθεί όλα;"... Η θρησκευτικότητα, ωστόσο, την εποχή της πανούκλας δεν μπορούσε να είναι ίδια με την καθημερινή θρησκευτικότητα κι αν ο Θεός ίσως επέτρεπε και μάλιστα επιθυμούσε, η ψυχή να ξεκουράζεται και να χαίρεται σε καιρούς ευτυχίας, την ήθελε να ξεπερνάει τα όριά της σε στιγμές έξαρσης της δυστυχίας. Ο Θεός έκανε σήμερα στα πλάσματά του τη χάρη να τα ρίχνει σε τέτοια δυστυχία όση τους χρειαζόταν για να ξαναβρούν και να κάνουν κτήμα τους τη μεγαλύτερη αρετή, που 'ναι η αρετή του Όλα ή Τίποτα. (σελ. 230)

Εκείνο που δίνει η φύση είναι το μικρόβιο. Τα υπόλοιπα, η υγεία, η ακεραιότητα, η αγνότητα, αν θέλετε, είναι αποτέλεσμα της θέλησης, μιας θέλησης που δεν πρέπει ποτέ να σταματάει. (σελ. 258)

Άκουσα τόσους συλλογισμούς, που παρά λίγο να μου πάρουν τα μυαλά, και που ξελόγιασαν αρκετούς άλλους ώστε να τους κάνουν να δεχθούν την δολοφονία, κι έτσι κατάλαβα πως όλη η δυστυχία των ανθρώπων προέρχεται από το ότι δεν μιλούν ξεκάθαρα. (σελ. 259)

Επικρατούσε παντού η ίδια ανάπαυλα το ίδιο επιβλητικό διάλειμμα, το ίδιο πάντα καταλάγιασμα, που ακολουθεί τις μάχες, ήταν η σιωπή της ήττας. (σελ. 292)

Όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν στο τέλος της πανούκλας, μαζί με την δυστυχία και τις στερήσεις, φόρεσαν το κουστούμι του ρόλου που 'παιζαν εδώ και πολύ καιρό, το ρόλο του πρόσφυγα που, πρώτα το πρόσωπό και τώρα τα ρούχα του μιλούσαν για την απουσία και την μακρινή πατρίδα. Απ' την στιγμή που η πανούκλα είχε κλείσει τις πύλες της πόλης, δε ζούσαν πια παρά μόνο μέσα στο χωρισμό, τους είχαν αποκόψει απ' αυτή την ανθρώπινη ζεστασιά που σε κάνει όλα να τα ξεχνάς. (σελ. 301)

Γιατί ήξερε ότι αυτός ο κόσμος που γλεντούσε, αγνοούσε, κι είναι κάτι που μπορούμε να το διαβάσουμε στα βιβλία, ότι ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει και δεν εξαφανίζεται ποτέ, ότι μπορεί να μένει κοιμισμένος ολόκληρες δεκάδες χρόνια μέσα στα έπιπλα και τ' ασπρόρουχα, ότι περιμένει υπομονετικά στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντήλια και στα χαρτιά, κι ότι μπορεί να φτάσει κάποτε η μέρα που για την δυστυχία ή για να γίνει μάθημα στους ανθρώπους, η πανούκλα θα ξυπνήσει τα ποντίκια της και θα τα στείλει να ψοφήσουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία. (σελ. 311)

Για μια ανάγνωση, που ακουμπάει στο βιβλίο με άλλο τρόπο, πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: