Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Αβραάμ Γεοσούα-Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας


Αβραάμ Γεοσούα, "Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας", μετάφραση Μάγκυ Κοέν, εκδόσεις Καστανιώτη


Σε τέτοιους σκοτεινούς καιρούς, καθώς οι πίστεις οξύνονταν από τον φόβο που γεννούσε το πέρασμα από την μια χιλιετία στην άλλη, ήταν προτιμότερο να αποφεύγει κανείς τα συναπαντήματα με αλλόθρησκους και να αρκείται στην συναναστροφή με την φύση-τη θάλασσα για παράδειγμα-που, παρότι την κατηγορούμε συχνά για σκληράδα και πονηριά, δεν υπόσχεται ποτέ τίποτα περισσότερο απ' όσα μπορεί να εκπληρώσει. (σελ. 16)


Αν τούτοι εδώ οι άπιστοι, μονολόγησε με την παράξενη ζήλεια ενός παλιού θαλασσόλυκου, καταφέρνουν να εξισορροπούν τόσο καλά τα ρεύματα και τους αέρηδες ώστε να διευκολύνουν το πέρασμα στους ταξιδιώτες, τότε, παρά την πρωτόγονη πίστη τους σε μια θεότητα που εξαφανίστηκε απ' τον τάφο της, έχουν ένα ελαφρύ πλεονέκτημα έναντι των μουσουλμάνων, που πιστεύουν στη μοίρα και το πεπρωμένο. Ωστόσο η αισιοδοξία που του ενέπνευσε ο ούριος άνεμος δεν πράυνε την ανησυχία του, μιας και ποτέ άλλοτε δεν είχε μανουβράρει ένα τόσο κοιλαράδικο ιστιοφόρο μέσα σ' ένα τόσο στενό θαλάσσιο μονοπάτι, ενώ η οινοποσία της προηγούμενης νύχτας του έσφιγγε τώρα το κεφάλι σαν σιδερένιο στεφάνι. (σελ. 74-75)


...είναι γνωστό άλλωστε πως η φύση της φαντασίωσης είναι να παραμένει ολάκερη στην φαντασία αυτού που την φαντάστηκε. (σελ. 86)


Όταν ο σταυρός στην κορυφή του καμπαναριού διαπέρασε την σάρκα της σελήνης-που ήταν ολοστρόγγυλη και κιτρινωπή σαν τα περίφημα τοπικά τυριά-κι ύστερα την άφησε να πέση μαλακά πίσω απ' την εκκλησία, και πυκνό σκοτάδι σκέπασε την κάμαρη όπου κάθοταν οι δυο τους, ο Αμπουλάφια ένιωσε μια ευχάριστη ζεστασιά ν' απλώνεται σ' όλο του το κορμί. (σελ. 88)


... κι όσο να ξυπνήσει ο Σεβιλλιάνος ραβίνος και να της πει όσα θα της έλεγε, αυτός ήταν υποχρεωμένος να της αποδείξει με πράξεις, όχι με λόγια, πως είχε άδικο και πως η αγάπη μπορούσε να πραγματωθεί σ' οποιονδήποτε χρόνο ή τόπο, αρκει να ήταν παρών ο εραστής. (σελ. 158)


Το αξιοπερίεργο ήταν πως δεν λυπόταν μήτε τον εαυτό του μήτε τις δυο του συμβίες, που υποχρεώθηκαν να αποχωριστούν τα παιδιά και τα σπίτια τους, αλλά τον Ισμαηλίτη συνεταίρο του, τον Αμπού Λούτφι, που καθόταν τώρα-έτσι τον φανταζόταν ο Μπεν Ατάρ- στο σκοτεινό αμπάρι του πλοίου, σιμά στη μοναχική καμήλα, και προσεύχοταν στο Αλλάχ για την επιτυχία του Εβραίου συνεταίρου του, αν και ποτέ των ποτών, όσο και να του το εξηγούσαν, δεν θα μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας Εβραίος έμπορος, που ζούσε με τις δυο συμβίες απολαμβάνοντας τον σεβασμό τόσο των Εβραίων όσο και των Ισμαηλιτών, έδινε σημασία στην αποκήρυξη κάποιων μακρινών Εβραίων που κατοικούσαν σε σκοτεινά δάση, στις όχθες ορμητικών ποταμών, στην καρδιά μιας νεφελοσκέπαστης ηπείρου. (σελ. 187)


Τόσα μερόνυχτα στη θάλασσα δεν είχε πάψει να μελετά τούτο το θαυμάσιο άνθρωπο, όμως μονάχα τώρα, στο Βιλζούιφ, ανακάλυψε την ουσία της ύπαρξης του: ήταν ένας ερωτευμένος άνθρωπος, ένας φιλόσοφος και μέγας σοφός της αγάπης, που είχε έρθει απ' τα ξένα για να δηλώσει δημόσια πως ήταν μπορετό να έχει κανείς δυο συμβίες και να τις αγαπά εξίσου. (σελ. 201)


Η ανέλπιστη νίκη του στο Βιλζούιφ είχε διδάξει τον Ανδαλουσιάνο ραβίνο έναν απλό κανόνα: όποιος διαλέξει τους δικαστές ελέγχει και την ετυμηγορία και δεν χρειάζονται μήτε περισπούδαστοι λόγοι μήτε αποδείξεις απ' τις γραφές. (σελ. 275)


Ωστόσο όλη η δύναμη και η νοστιμιά της διπλής αγάπης ενέκειτο στο ότι ανάγκαζε καθένα από τα μέλη της ν' αποχωρίζεται από καιρό σε καιρό το σύντροφό του, ώστε να μπορέσει να αφομοιώσει ολότελα ότι του προσφέρθηκε προτού ζητήσει κι άλλο. (σελ. 281)


Μέσα απ΄το μίγμα των Αραβοεβραϊκών που έβγαιναν απ΄το μικρό της στόμα πρόβαλλε λίγο-λίγο η πρωτάκουστη αλήθεια: η νεαρή γυναίκα ήταν πρόθυμη να υπόκειται σε διπλό γάμο αρκεί να μπορούσε και η ίδια να συνάψει ένα διπλό γάμο. Δεν είχε τίποτα ενάντια στην πρώτη συμβία-άλλωστε είχε εκτιμήσει την υπομονή της και την καλοσύνη της στην διάρκεια του κοινού τους ταξιδιού στη θάλασσα και στη στεριά-ένιωθε όμως απύθμενη ζήλεια για ένα σύζυγο που είχε δυο συμβίες ενώ εκείνες τον είχαν ένα και μοναδικό.(σελ. 306-307)


Το πρωινό φως γρατζούνιζε τα κιτρινωπά παράθυρα κι εκείνη επέμενε να του εξηγεί ότι, ενώ ο άντρας ζητούσε διπλή σωματική ένωση, η γυναίκα ζητούσε διπλή ψυχική ένωση, όπως αυτή με την αδύναμη ψυχούλα που φώλιαζε μεσ' την μήτρα της. (σελ. 315)


Ψηλάφισε πασπατευτά γύρω του να δει αν το παλιό φτερό και το μελανοδοχείο βρίσκονταν ακόμη ανάμεσα στα σανίδια της καμπίνας, δεν βρήκε όμως τίποτα. Έτσι, αναγκάστηκε, με υπόκρουση το αδιάκοπο, μακρόσυρτο μοιρολόι του Μπεν Ατάρ, να φυλάξει στο μυαλό του τον πρώτο στίχο που σχηματίστηκε μέσα στου:

Υπάρχει θάλασσα που να μη μέριαζα για να σε δω εσέ...(σελ. 415)

Δεν υπάρχουν σχόλια: