Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Φίλιπ Ροθ-Αγανάκτηση



Φίλιπ Ροθ, «Αγανάκτηση», μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις

Ήμουνα δεκαεπτά χρονών, νέος και πρόθυμος και δραστήριος, όμως κατά τις πέντε το απόγευμα ήμουνα ήδη πτώμα. (σελ. 20)

Ο Σπινέλι, ο σορτ-στοπ, και υποψήφιος για την νομική, όπως και εγώ, είχε γίνει ο καλύτερος μου φίλος στο Ρόμπερτ Τριτ και το γεγονός ότι με πήγε σπίτι του στην Πρώτη Ιταλική Περιφέρεια της πόλης, για να γνωρίσω την οικογένεια του και να φάω μαζί τους και να καθίσω στην παρέα τους και να τους ακούω να μιλάνε με την ιταλιάνικη προφορά τους και να πετάνε αστεία στα ιταλικά, ήταν εξίσου ενδιαφέρον με την Εισαγωγή στην Ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού που παρακολούθησα για δυο εξάμηνα, όπου σε κάθε μάθημα ο καθηγητής όλο και κάτι καινούργιο αποκάλυπτε σχετικά με την πορεία του κόσμου πριν από την γέννησή μου. (σελ. 31-32)

Πρώτη μου φορά με συγκινούσε μια χωρίστρα. Το άλλο ήταν το αριστερό της πόδι έτσι όπως καβαλούσε το δεξί και λικνιζόταν ρυθμικά. Η φούστα της έφτανε μέχρι τα μισά της γάμπας, όπως ήταν τότε της μόδας, παρά ταύτα, από το σημείο όπου καθόμουν διέκρινα την ακατάπαυστη κίνηση του ποδιού κάτω από το τραπέζι. Θα πρέπει να έμεινε σ’ αυτή τη στάση κάπου δυο ώρες, κρατώντας ασταμάτητα σημειώσεις, όσο για μένα, το μόνο που έκανα σε αυτό το δίωρο ήταν να κοιτάζω την ολόισια χωρίστρα της και το πόδι της που πήγαινε πάνω-κάτω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναρωτιόμουνα τι να σκεφτόταν άραγε ένα κορίτσι που κουνούσε έτσι το πόδι του. Ήταν απορροφημένη από την δουλειά της, κι εγώ, με τα μυαλά του δεκαοχτάχρονου, είχα απορροφηθεί από την επιθυμία μου να χώσω το χέρι μου κάτω από την φούστα της. Η επιτακτική ανάγκη μου να τρέξω στην τουαλέτα αναχαιτίστηκε από τον φόβο πως, αν το έκανα ίσως με τσάκωνε κάποιος βιβλιοθηκάριος ή καθηγητής, ίσως ακόμη και κάποιος ευυπόληπτος φοιτητής, με αποβάλλανε από τη σχολή και κατέληγα τυφεκιοφόρος στην Κορέα. (σελ. 58-59)

Ε, λοιπόν, πάνω σ’ αυτά τα ίδια ρούχα είχα κάνει εμετό στο γραφείο του Κόντγουελ. Ήταν τα ρούχα που φορούσα στην εκκλησία όταν πάσχιζα να μη μάθω πώς να ζω ενάρετη ζωή κατά τα βιβλικά πρότυπα και τραγουδούσα μέσα μου τον κινεζικό εθνικό ύμνο. Ήταν τα ρούχα που φορούσα όταν ο συγκάτοικός μου, ο Έλγουιν, μου είχε ρίξει την γροθιά που παραλίγο να μου σπάσει το σαγόνι. Ήταν τα ρούχα που φορούσα όταν με πήρε στο στόμα της η Ολίβια μέσα στην ΛαΣαλ του Έλγουιν. Μάλιστα, αυτή η εικόνα του αγοριού και του κοριτσιού θα έπρεπε να κοσμεί το εξώφυλλο του φυλλαδίου του Γουάινσμπεργκ: η Ολίβια να μου παίρνει πίπα κι εγώ ντυμένος μ’ αυτά τα ρούχα να μην ξέρω τι να κάνω. (σελ. 125-126)

Είναι αλήθεια ότι η δουλειά έχει πέσει, αλλά και ποιανού η δουλειά δεν έχει πέσει στο Νιούαρκ; Ο κόσμος μετακομίζει στα προάστια και οι επιχειρήσεις ακολούθούν. Η γειτονιά ζει μια επανάσταση. Το Νιούαρκ δεν είναι αυτό που ήταν πριν τον πόλεμο. Πολύς κόσμος στην πόλη αντιμετωπίζει ξαφνικά οικονομική στενότητα αλλά και πάλι δεν μπορείς να πεις ότι πεθαίνουμε της πείνας. Έχουμε έξοδα, αλλά και ποιος δεν έχει; Μήπως εγώ παραπονιέμαι που ξαναγύρισα στην δουλειά; Όχι. Ποτέ…(σελ. 152)

Τι θέλω να πω: Ακριβώς αυτό είχε προσπαθήσει να κάνει η Ολίβια, να σκοτωθεί κατά τις προδιαγραφές του κόσερ, αδειάζοντας το σώμα της από το αίμα. Αν το είχε επιτύχει, αν είχε ολοκληρώσει το εγχείρημά της χρησιμοποιώντας επιδέξια τη λεπίδα μια και μόνη φορά, θα είχε αποδώσει το σώμα της ως κόσερ κατά τον ραβινικό νόμο. Η τόσο αποκαλυπτική ουλή της Ολίβια ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να επιτελέσει τη δική της τελετουργική σφαγή. (σελ. 165)

«Μπράβο το αγόρι μου! Μπράβο το χρυσό μου το παιδί, ο λεβέντης μου! Ο κόσμος είναι γεμάτος από κορίτσια που δεν έχουν κόψει τα χέρια τους-που δεν έχουν κόψει τίποτα. Μιλιούνια κορίτσια. Βρες μια απ’ αυτές. Κι ας μην είναι Εβραία, ας είναι ότι θέλει. Στο 1951 ζούμε. Δεν ζεις στον παλιό κόσμο των γονιών μου και των γονιών τους και ακόμη πιο πίσω. Και γιατί άλλωστε; Αυτός ο παλιός κόσμος έχει περάσει ανεπιστρεπτί και το μόνο που απέμεινε είναι το κρέας κόσερ. Κι αυτό φτάνει. Και περισσεύει. Έτσι πρέπει. Μάλλον έτσι πρέπει. Όλα τα άλλα ας πάνε στο καλό. Εμείς οι τρεις ποτέ δεν ζήσαμε σαν σε γκέτο, δεν πρόκειται να το κάνουμε τώρα. Είμαστε Αμερικάνοι. Βγες με όποια θες, παντρέψου όποια θες, κάνε ότι θες με όποια τραβάει η καρδιά σου- αρκεί να μην έχει πάρει ξυράφι και να έχει χαρακωθεί για να βάλει τέλος στη ζωή της. Κοπέλα τόσο πληγωμένη ώστε να κάνει τέτοιο πράγμα δεν είναι για σένα. Να θέλεις να τα σβήσεις όλα προτού καλά καλά αρχίσεις να ζεις-με κανένα τρόπο! Δεν έχεις δουλειά με τέτοιο άτομο, δεν το χρειάζεσαι τέτοιο άτομο, κι ας είναι όμορφη σαν θεά, κι ας σου φέρνει ωραία λουλούδια. Είναι πανέμορφη κοπέλα, δεν το συζητάμε. Κατά τα φαινόμενα είναι και καλοαναθρεμένη. Αν και μάλλον υπάρχουν στοιχεία στην ανατροφή της που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Αυτά δεν μπορεί να ξέρει κανείς. Την αλήθεια για το τι γίνεται στα σπίτια του κόσμου δεν μπορεί να της ξέρει κανείς. Αν το παιδί στραβοπατήσει, το πρώτο που πρέπει να ψάξεις είναι η οικογένειά. Όπως και να έχει το πράγμα, τη συμπονάω. Δεν έχω τίποτα εναντίον της. Της εύχομαι καλή τύχη. Προσεύχομαι για το καλό της, να μη πάει η ζωή της στράφι. Όμως εσύ είσαι ο μοναχογιός μου, το μοναχοπαίδι μου, και υπεύθυνη είμαι για σένα όχι για εκείνη. Πρέπει να την κόψεις αυτήν την σχέση μια κι έξω. Να κοιτάξεις αλλού για κοπέλα». (σελ. 176-177)

Άραγε η είδηση της αυτοκτονίας μιας φοιτήτριας του Γουάινσμπεργκ θα είχε περάσει στις εφημερίδες; Μήπως να πήγαινα στην βιβλιοθήκη, να βάλω κάτω όλες τις ημερήσιες εφημερίδες του Κλίβελαντ, να δω αν υπάρχει κάτι; Οπωσδήποτε το νέο δεν είχε περάσει στην τοπική εφημερίδα, τη Γουάινσμπεργκ Ιγκλ, ούτε στη φοιτητική, την Όουλς Άι. Και είκοσι φορές να αυτοκτονούσες εδώ, μπορεί να μη γραφόταν ποτέ σ’ αυτή την άνοστη φυλλάδα. Τι δουλειά είχα εγώ σ’ ένα μέρος σαν το Γουάινσμπεργκ; Γιατί δεν γύριζα πίσω…(σελ. 187-188)

Άσε τους Φλάσερ και τους Κότλερ και τους Κόντγουελ, άσε και την Ολίβια και τράβα σπίτι σου αύριο το πρωί, σπίτι σου όπου θα έχεις να κάνεις μόνο με έναν χασάπη που τα έχει χαμένα, και κατά τα άλλα με το σκληρά εργαζόμενο, χοντροκομμένο, ευάλωτο στη δωροδοκία, ημιξενοφοβικό ιρλανδο-ιταλο-γερμανο-σλαβο-εβραιο-αφρικανικό Νιούαρκ. (σελ. 201)

Από το επίμετρο της Αθηνάς Δημητριάδου:
Μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες ο Φίλιπ Ροθ αναβιώνει όλη την αγανάκτηση που εκφράσαμε ηχηρά ως έφηβοι και που ενδεχομένως βιώνουμε ακόμα, σιωπηρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: