Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Ρίτσαρντ Καπισίνσκι- Έβενος το χρώμα της Αφρικής


 Ρισαρντ Καπισινσκι, «Έβενος το χρώμα της Αφρικής», εκδόσεις Μεταίχμιο

Ο λευκός άνθρωπος ανάμεσα σ’ αυτούς τους φοίνικες, τις κληματίδες, τη σαβάνα και την ζούγκλα είναι ένας αλλόκοτος, αταίριαστος παρείσακτος. Χλωμός, αδύναμος, ιδρωμένο πουκάμισο, κολλημένα μαλλιά, να τον βασανίζει διαρκώς το αίσθημα της δίψας, της αδυναμίας, του φόβου. Να φοβάται αδιάκοπα. Τα κουνούπια, τις αμοιβάδες, τους σκορπιούς, τα φίδια. Ότι κινείται τον γεμίζει φόβο, τρόμο, πανικό.
Οι ντόπιοι, αντίθετα, με την δύναμη τους, τη χάρη τους και την αντοχή τους κινούνται φυσικά, ελεύθερα, με ρυθμό καθορισμένο από το κλίμα και την παράδοση, κάπως αργό, βραδύ, αφού στην ζωή ούτως ή άλλως δεν μπορεί να τα καταφέρει κανείς όλα. Γιατί τι θα απέμενε για τους άλλους; (σελ. 9)

Στη Σαχάρα τα αρχοντικά έχουν τις πιο περίπλοκες κατασκευές, είναι γεμάτα ανοίγματα, κοιλότητες, γωνίες και διαδρόμους επινοημένους, διαρρυθμισμένους και φτιαγμένους έτσι ώστε να δημιουργούν το καλύτερο δυνατό ρεύμα αέρα. Με τον μεσημεριάτικο καύσωνα, ο άρχοντας, ξαπλωμένος στην ψάθα απέναντι από ένα τέτοιο ρεύμα αέρα, αναπνέει με απόλαυση το λίγο πιο δροσερό σ’ αυτό το σημείο αεράκι. Το ρεύμα αέρα έχει υπολογίσιμη χρηματική αξία. Τα πιο ακριβά σπίτια χτίζονται εκεί που υπάρχει το καλύτερο ρεύμα αέρα. Όταν είναι ακίνητος ο αέρας δεν έχει αξία, αλλά αρκεί να κινηθεί λιγάκι και αμέσως η τιμή του ανεβαίνει. (σελ. 18)

Στην Κουμάσι πήγα χωρίς κανένα σκοπό. Γενικά το να έχεις ένα συγκεκριμένο σκοπό θεωρείται καλό πράγμα, γιατί τότε κάτι θέλεις, έχεις ένα στόχο. Από την άλλη πλευρά όμως μια τέτοια κατάσταση σου βάζει παρωπίδες, βλέπεις μονάχα το στόχο σου και τίποτα περισσότερο. Στο μεταξύ, αυτό το περισσότερο, το πλατύτερο ή βαθύτερο, μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρον και σημαντικό- αφού το να μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο είναι σαν να μπαίνεις σε κάποιο μυστικό που μπορεί να κρύβει μέσα του τόσους λαβυρίνθους και στριφογυριστούς δρόμους, τόσα αινίγματα και άγνωστα πράγματα. (σελ. 28)

Δεν κατάφερνα στην συνείδησή μου να λύσω το πρόβλημα της ενοχής. Στα μάτια τους, ως Λευκός, ήμουν ένοχος. Δουλεία, αποικιοκρατία, πεντακόσια χρόνια αδικίας. Έργο των Λευκών. Των Λευκών. Άρα και δικό μου. Δικό μου; Δεν κατάφερνα να ξυπνήσω μέσα μου αυτό το εξαγνιστικό, απελευθερωτικό αίσθημα. Να νοιώσω ένοχος. Να δείξω μετάνοια. Να ζητήσω συγγνώμη. Αντίθετα! Από την αρχή προσπάθησα να περάσω στην αντεπίθεση: Σας έκαναν αποικία; Κι εμάς τους Πολωνούς! Επί εκατόν τριάντα χρόνια ήμασταν αποικία τριών κρατών. Στο κάτω κάτω επίσης λευκών. Γελούσαν, χτύπαγαν τα κεφάλια τους με το χέρι, φεύγανε. Τους θύμωνα, αφού υποψιάζονταν ότι ήθελα να τους κοροϊδέψω. Ήξερα ότι, παρά την εσωτερική βεβαιότητα για την αθωότητά μου, για κείνους ήμουν ένοχος. Αυτά τα ξυπόλυτα, πεινασμένα, αγράμματα αγόρια είχαν μια ηθική υπεροχή απέναντί μου. Αυτή την ηθική υπεροχή που η καταραμένη ιστορία δίνει στα θύματά της. Εκείνοι, οι Μαύροι, δεν κατέλαβαν, δεν κατέκτησαν, δεν υποδούλωσαν ποτέ κανέναν. Μπορούσαν να με κοιτάνε με ένα αίσθημα ανωτερότητας. Ανήκαν στην μαύρη, αλλά καθαρή φυλή. Στεκόμουν ανάμεσά τους αδύναμος, χωρίς να έχω τι άλλο να πω. (σελ. 46)

Στην αφρικανική παράδοση ο ξένος απολαμβάνει την μεγαλύτερη εύνοια. Το ρητό «Ξένος στον σπίτι, θεός στο σπίτι» έχει εδώ απόλυτα κυριολεκτική έννοια.  (σελ. 75)

Τρώγεται ότι υπάρχει, μέχρι την τελευταία μπουκιά. Κανένας δεν κρατάει αποθέματα, δεν θα είχε άλλωστε που να τα κρύψει, που να τα φυλάξει. Οι άνθρωποι ζουν εφήμερα, την παρούσα στιγμή, η κάθε μέρα είναι ένα εμπόδιο που δύσκολα ξεπερνιέται, πέρα από το σήμερα η φαντασία δεν προχωράει, δεν κάνει σχέδια, δεν ονειρεύεται. (σελ. 122)

Γιατί ο μεγάλος λιμός δεν οφειλόταν στην έλλειψη τροφίμων, αλλά ήταν αποτέλεσμα απάνθρωπων σχέσεων. Τα τρόφιμα στην χώρα επαρκούσαν, όταν όμως ήρθε η ξηρασία, οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη και οι φτωχοί αγρότες δεν είχαν με τι να τα αγοράσουν. Η κυβέρνηση ασφαλώς μπορούσε να επέμβει, μπορούσε επίσης να βοηθήσει ο υπόλοιπος κόσμος, αλλά για λόγους γοήτρου οι αρχές δεν θέλησαν να παραδεχτούν πως στη χώρα επικρατούσε πείνα και αρνήθηκαν την βοήθεια. Εκείνη την εποχή στην Αιθιοπία πέθαναν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, όμως πρώτος απ’ όλους το έκρυψε αυτό ο αυτοκράτορας Χαιλέ Σελασιέ και ύστερα εκείνος που το αφαίρεσε τον θρόνο και την ζωή , ο συνταγματάρχης Μενγκίστου. Τους χώριζε ο αγώνας για την εξουσία, τους ένωνε το ψέμα. (σελ.142)

Οι παραδοσιακές φυλετικές συγκρούσεις συνεχίζονται οι ίδιες επί αιώνες, αλλά σήμερα προκαλούν ασύγκριτα μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων. «Από τον σύγχρονο πολιτισμό» λέει τελειώνοντας « δεν υπάρχει τίποτα εδώ, ούτε ηλεκτρικό φως, ούτε τηλέφωνο, ούτε τηλεόραση. Το μόνο που έφτασε από αυτόν είναι τα αυτόματα όπλα». (σελ. 161)

Ενώ στο χιτλερικό και στο σταλινικό σύστημα ο θάνατος ήταν έργο δημίων από εξειδικευμένες υπηρεσίες (SS και NKVD) και το έγκλημα υπόθεση ειδικών μηχανισμών, που δρούσαν σε μυστικά κέντρα, στη Ρουάντα το ζητούμενο ήταν να σκορπάει τον θάνατο ο καθένας, το έγκλημα να είναι προϊόν μαζικής, κατά κάποιον τρόπο λαϊκής, κυριολεκτικά αυθόρμητης δράσης, στην οποία να συμμετέχουν όλοι. Για να μην υπάρχουν χέρια που δεν βάφτηκαν με αίμα ανθρώπων τους οποίους το καθεστώς θεωρούσε εχθρούς του. (σελ. 192)

Πρώτα προσεύχονται οι άντρες αφού προηγουμένως πλύνουν τα πρόσωπά τους με μια χούφτα νερό. Αυτό το πλύσιμο απαιτεί την ίδια συγκέντρωση με την προσευχή: Ούτε μια σταγόνα, όπως ούτε μια θεία λέξη, δεν πρέπει να πάει χαμένη. (σελ. 212)

«Η φύση είναι ένα πράγμα στο οποίο δεν επιτρέπεται να πας κόντρα, να προσπαθήσεις να την διορθώσεις ή να κάνεις κάτι για να απαλλαγείς από αυτήν. Η φύση δίνεται από τον Θεό είναι λοιπόν τέλεια. Η ξηρασία, οι καύσωνες, η άδεις γούρνες και ο θάνατος στον δρόμο είναι επίσης τέλεια. Χωρίς αυτά ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αισθανθεί ύστερα την αληθινή ηδονή της βροχής, τη θεϊκή γεύση του νερού, τη ζωοποιό γλύκα του γάλακτος. Το ζώο δεν θα μπορούσε να χαρεί την χυμώδη βλάστηση, να μεθύσει με το άρωμα του λιβαδιού. Ο άνθρωπος δεν θα ήξερε τι σημαίνει να στέκεις στο ρεύμα του παγωμένου, κρυστάλλινου νερού. Δεν θα του περνούσε απ’ το μυαλό ότι αυτό απλώς σημαίνει να είσαι στον ουρανό. (σελ.219- 220)

Στην Αφρική οι μεταφορές είναι πολύ δύσκολες και ακριβές για να μπορέσει η βοήθεια να φτάσει στην ύπαιθρο, γι’ αυτό οι κάτοικοι της υπαίθρου πρέπει να πάνε στην πόλη για να επωφεληθούν απ’ αυτή. Όμως το γένος που θα εγκαταλείψει μια φορά τα χωράφια του και θα χάσει τα ζώα του δεν θα μπορέσει να τα ξανααποκτήσει. Οι άνθρωποι αυτοί, στο εξής καταδικασμένοι να εξαρτώνται από τη διεθνή βοήθεια, θα ζήσουν έως ότου κάποιος την σταματήσει. (σελ. 286)


3 σχόλια:

Κατερίνα Τοράκη είπε...

Πρόκειται για ένα καταπληκτικό βιβλίο, καλογραμμένο και σοφό! Απομυθοποιεί καταστάσεις και πρόσωπα, χαίρομαι που το ξεχωρίζετε. Να θυμίσω ότι μαζί του στα ταξίδια ήταν κι ο Έλληνας φίλος του Λεωνίδας. Από τις περιπέτειές του, θυμάμαι πόσο ιδιαίτερα περιγράφει το πέρασμα μέσα από βουβάλια που είχαν αράξει μέρα μεσημέρι μέσα στο δρόμο!

marcovaldo είπε...

Ευχαριστούμε πολύ για το σχόλιο σας.

Και η σκηνή με τα βουβάλια και μέσα στην καλύβα με το φίδι και πολλές ακόμα περιγραφές έχουν μια τεράστια εσωτερική δύναμη που μεταφέρουν τον αναγνώστη στον χώρο και στον χρόνο.

Κατερίνα Τοράκη είπε...

Ω ναι, και το φίδι, φοβερή σκηνή!!